- πειράζομαι
- πειράζωmake proofpres ind mp 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πειράζομαι — πειράζομαι, πειράχτηκα, πειραγμένος βλ. πίν. 24 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
αγγίζω — 1. επιθέτω, ακουμπώ απαλά τα δάχτυλά μου κάπου, ψαύω 2. θίγω, πειράζω, ενοχλώ 3. συγκινώ 4. προσεγγίζω, πλησιάζω 5. ακουμπώ, άπτομαι 6. ψηλαφώ, εξετάζω 7. δοκιμάζω, γεύομαι 8. μέσ. θυμώνω, ενοχλούμαι, πειράζομαι 9. παθ. προσβάλλομαι από σοβαρή… … Dictionary of Greek
πειράζω — ΝΜΑ νεοελλ. 1. ενοχλώ (α. «τόν πειράζουν οι φωνές τών παιδιών» β. «θα σέ πείραζε αν άνοιγα το παράθυρο;») 2. (σχετικά με γυναίκα) παρενοχλώ με απρεπείς φράσεις ή τρόπους («πειράζει τις γυναίκες και τα κορίτσια τής γειτονιάς») 3. απευθύνω… … Dictionary of Greek
προσκόπτω — ΝΜΑ [κόπτω] προσκρούω, συνήθως με τα πόδια, επάνω σε ένα αντικείμενο, σκοντάφτω νεοελλ. μτφ. συναντώ προσκόμματα, εμπόδια, αδυνατώ να προχωρήσω εξαιτίας δυσχερειών που παρεμβάλλονται στην προσπάθειά μου (α. «η επιχείρηση προσκόπτει στην… … Dictionary of Greek
σκωλούμαι — όομαι, Α [σκῶλον] πειράζομαι, προσβάλλομαι … Dictionary of Greek
ՓՈՐՁԻՄ — (ձեցայ.) NBH 2 0956 Chronological Sequence: Unknown date, 6c, 10c, 12c, 13c հ. ձ. ըստ յն. ոճոյ. πειράζομαι, πειράομαι aggredior, conor, nitor, tento, experior. Ձեռնարկել յիրս ինչ. բուռն հարկանել. ջանալ. դուն գործել. հնարիչ. *Փորձի զժողովուրդն… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
πειράζω — πείραξα, πειράχτηκα, πειραγμένος 1. μτβ., ενοχλώ κάποιον με λόγια ή έργα, θυμώνω, ερεθίζω, παρενοχλώ: Δεν πρέπει να πειράζουμε αυτούς που ενοχλούνται. 2. κάνω ή λέω αστεία σε κάποιον: Αυτός πειράζει όλους τους φίλους του. 3. βλάπτω, προσβάλλω,… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πικάρω — (λ. ιταλ.), πικάρισα, πικαρίστηκα, πικαρισμένος 1. μτβ., κάνω κάποιον να πειραχτεί, θυμώνω κάποιον, τον πεισματώνω: Μην τον πικάρεις κάθε τόσο με τα λόγια σου. 2. αμτβ., πεισμώνω, θυμώνω, πειράζομαι, θίγομαι: Πικαρίστηκα μ αυτό που μου έκανε και… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)